ὑγιαίνω
Смотреть что такое "ὑγιαίνω" в других словарях:
ὑγιαίνω — to be sound pres subj act 1st sg ὑγιαίνω to be sound pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιαίνω — ὑγιαίνω, ΝΜΑ [ὑγιής] 1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών τού σώματός μου, είμαι γερός 2. (το β εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε προσφώνηση από κάποιον που πίνει … Dictionary of Greek
υγιαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υγιαίνω — (μόνο στον ενεστ.), αμτβ., είμαι υγιής, είμαι καλά στην υγεία μου: Υγιαίνετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑγιαίνῃ — ὑγιαίνω to be sound pres subj mp 2nd sg ὑγιαίνω to be sound pres ind mp 2nd sg ὑγιαίνω to be sound pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιαινόντων — ὑγιαίνω to be sound pres part act masc/neut gen pl ὑγιαίνω to be sound pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιανεῖ — ὑγιαίνω to be sound fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑγιαίνω to be sound fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιανοῦσιν — ὑγιαίνω to be sound fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑγιαίνω to be sound fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιαῖνον — ὑγιαίνω to be sound pres part act masc voc sg ὑγιαίνω to be sound pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιαίνει — ὑγιαίνω to be sound pres ind mp 2nd sg ὑγιαίνω to be sound pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιαίνοντα — ὑγιαίνω to be sound pres part act neut nom/voc/acc pl ὑγιαίνω to be sound pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)